κεκροτημένος

κεκροτημένος
κροτέω
make to rattle
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεκροτημένως — (Α) επίρρ. (για το ύφος τού λόγου) σφυρηλατημένα, τεχνηέντως, κομψά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκροτημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κροτῶ «χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • πυρικρόταφος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μετὰ πυρὸς κεκροτημένος σίδηρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πῦρ) + κροτῶ (βλ. και λ. κρόταφος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”